- αναθυμιατίζω
- θυμιατίζω εκ νέου ή συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + θυμιατίζω.ΠΑΡ. αναθυμιάτισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθυμιάζω — (Α ἀναθυμιάζω) βλ. αναθυμιατίζω … Dictionary of Greek
αναθυμιάτισμα — το [αναθυμιατίζω] το αναθύμιασμα* … Dictionary of Greek